-
1 κατα-σκήνωμα
κατα-σκήνωμα, τό, Decke, Vorhang, νεκροῦ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα Aesch. Ch. 993.
См. также в других словарях:
ποδένδυτος — ον, Α αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῡ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ ένδυτος)] … Dictionary of Greek